χαρακτηρισμός

χαρακτηρισμός
ο характеристика; определение;

εύστοχος χαρακτηρισμός — меткая характеристика


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "χαρακτηρισμός" в других словарях:

  • χαρακτηρισμός — characterization masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαρακτηρισμός — ο, ΝΜΑ [χαρακτηρίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χαρακτηρίζω, ο προσδιορισμός τού χαρακτήρα ενός προσώπου ή πράγματος νεοελλ. 1. η περιγραφή τών κύριων γνωρισμάτων πράγματος («δώσε μου έναν χαρακτηρισμό τού φιλάργυρου») 2. κατάταξη σε… …   Dictionary of Greek

  • χαρακτηρισμός — ο 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του χαρακτηρίζω, η διάκριση, το ξεχώρισμα: Ήταν επιτυχής ο χαρακτηρισμός. 2. η περιγραφή ενός πράγματος με τονισμό των χαρακτηριστικών του γνωρισμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ένυδρος — Χαρακτηρισμός χημικής ένωσης. Πρόκειται κυρίως για άλατα ή και κρυσταλλικές μορφές αερίων σε χαμηλές θερμοκρασίες και πιέσεις που στη δομή τους περιλαμβάνονται μόρια νερού. Η δομή των σωμάτων αυτών μεταβάλλεται ριζικά με την απομάκρυνση του νερού …   Dictionary of Greek

  • επίτομος — Χαρακτηρισμός συνοπτικού, επιστημονικού κυρίως, συγγράμματος. Ονομάζεται και επιτομή. * * * η, ο (AM ἐπίτομος, ον) [επιτέμνω] σύντομος, περιληπτικός («επίτομη ιστορία τής Ελλάδας») μσν. φρ. «ἐν ἐπιτόμῳ» σύντομα, περιληπτικά αρχ. 1. συντετμημένος …   Dictionary of Greek

  • κατηγορούμενος — Χαρακτηρισμός του προσώπου εναντίον του οποίου ασκείται ποινική δίωξη ή του αποδίδεται αξιόποινη πράξη σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης. Ο προσδιορισμός αυτός διατηρείται έως το τέλος της ποινικής διαδικασίας και το αμετάκλητο κλείσιμό της, με …   Dictionary of Greek

  • λαγωνίκα — Χαρακτηρισμός που αποδίδεται από εκτροφείς σε σκύλους που προορίζονται για το κυνήγι ζώων. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι αυτής της ομάδας κυνηγούν με την όσφρηση, ενώ το θήραμά τους ποικίλλει, από μικρά ζώα έως αρκούδες και ελάφια. Υπάρχουν λ. που …   Dictionary of Greek

  • μακροσκοπικός — Χαρακτηρισμός, κυρίως της στατιστικής φυσικής, για ένα φυσικό σύστημα που περιέχει πολύ μεγάλο αριθμό σωματίων, είτε μορίων είτε ατόμων. Γενικότερα γίνεται λόγος για μ. περιγραφή φαινομένων, με την έννοια της μελέτης φαινομένων τέτοιας τάξης… …   Dictionary of Greek

  • αγγουστικλάβιοι — Χαρακτηρισμός των Ρωμαίων ιππέων. Προέρχεται από το αγγουστικλάβιο, τη στενή κόκκινη λουρίδα, που κοσμούσε τον χιτώνα τους …   Dictionary of Greek

  • Αθεϊκά — Χαρακτηρισμός που επικράτησε να δίνεται στον κύκλο των επεισοδίων και των διωγμών που σημειώθηκαν στον Βόλο το 1908, με την ίδρυση του Ανώτερου Δημοτικού Παρθεναγωγείου και τη δημιουργία του Εργατικού Κέντρου Βόλου. Ο κύκλος έκλεισε με τη δίκη… …   Dictionary of Greek

  • αλλοτριόμορφος — Χαρακτηρισμός των ορυκτών που σχηματίζονται στη δεύτερη φάση της στερεοποίησης των πετρωμάτων. Τα ορυκτά αυτά αναγκάζονται τότε να πάρουν όχι τη δική τους κρυσταλλική μορφή, αλλά τη μορφή των κενών χώρων, τους οποίους αφήνουν μεταξύ τους οι… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»